- εντεροκονίαση
- η(ιατρ.), αρρώστια που οφείλεται στην είσοδο μορίων σκόνης άνθρακα, μετάλλων κτλ. στον εντερικό σωλήνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εντεροκονίαση — η νόσος που προκαλείται από την είσοδο στον πεπτικό σωλήνα σκόνης άνθρακα, μετάλλων κ.λπ … Dictionary of Greek